γροθοκοπώ

γροθοκοπώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γροθοκοπώ" в других словарях:

  • γροθοκοπώ — γροθοκόπησα, γροθοκοπήθηκα, χτυπώ με γροθιές: Δυο μαθητές γροθοκοπήθηκαν στο προαύλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρονθοκοπώ — ( έω) και γροθοκοπώ ( άω) (Μ γρονθοκοπώ, έω) χτυπώ με γροθιές νεοελλ. φρ. «οι απόψεις, ή τα επιχειρήματα κ.λπ., γρονθοκοπούνται» βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση …   Dictionary of Greek

  • γροθοκοπανώ — γροθοκοπάνησα, γροθοκοπανήθηκα, γροθοκοπανημένος, γροθοκοπώ: Γροθοκοπάνησε βίαια το συνάδελφό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»